διανήξασθαι

διανήξασθαι
διανήχομαι
penetrate
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομαδόν — (Μ ὁμαδόν) επίρρ. ομαδικά, όλοι ή όλα μαζί και ταυτοχρόνως («ὁμαδὸν διανήξασθαι τὸν πορθμόν», Ανν. Κομν.) νεοελλ. φρ. «πυρ [ή πυρά] ομαδόν» στρ. πυρά που εκτελούνται από όλους συγχρόνως τους άνδρες στρατιωτικής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”